Η αρχική δημόσια προσφορά (Initial Public Offering – IPO) είναι η διαδικασία κατά την οποία μια ιδιωτική εταιρεία προσφέρει για πρώτη φορά τις μετοχές της στο κοινό μέσω χρηματιστηρίου, μετατρέποντάς την έτσι σε δημόσια εταιρεία. Το IPO αποτελεί έναν σημαντικό σταθμό στην πορεία μιας επιχείρησης, καθώς της επιτρέπει να αντλήσει κεφάλαια από τους επενδυτές για να χρηματοδοτήσει την ανάπτυξή της, την εξόφληση χρεών ή την επέκταση σε νέες αγορές. Παράλληλα, δίνει τη δυνατότητα στους αρχικούς επενδυτές και τους ιδρυτές να ρευστοποιήσουν ένα μέρος των μετοχών τους, επωφελούμενοι από την αξία που έχει δημιουργηθεί.
Η διαδικασία του IPO είναι πολύπλοκη και απαιτεί την εμπλοκή αρκετών παραγόντων, όπως επενδυτικές τράπεζες, νομικοί σύμβουλοι, λογιστές και άλλοι επαγγελματίες. Καταρχάς, η εταιρεία επιλέγει μια επενδυτική τράπεζα ως ανάδοχο (underwriter), ο οποίος αναλαμβάνει να τη βοηθήσει στη διαμόρφωση της στρατηγικής, στον καθορισμό της τιμής έκδοσης των μετοχών και στην προώθηση της προσφοράς στους επενδυτές. Η εταιρεία πρέπει επίσης να υποβάλει όλα τα απαραίτητα έγγραφα στις αρμόδιες ρυθμιστικές αρχές, όπως η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, όπου παρέχει λεπτομερείς πληροφορίες για την οικονομική της κατάσταση, τη δομή της και τους κινδύνους που αντιμετωπίζει.
Αν και ένα IPO μπορεί να προσφέρει σημαντικά πλεονεκτήματα, όπως η πρόσβαση σε κεφάλαια και η αυξημένη προβολή και φήμη της εταιρείας, ενέχει επίσης κινδύνους και προκλήσεις. Η δημόσια διαπραγμάτευση συνεπάγεται αυξημένο κόστος συμμόρφωσης και εποπτείας, καθώς η εταιρεία πρέπει πλέον να δημοσιεύει τακτικές οικονομικές εκθέσεις και να τηρεί αυστηρά κανονιστικά πλαίσια. Επιπλέον, η τιμή της μετοχής της υπόκειται σε διακυμάνσεις της αγοράς και σε αλλαγές στις προσδοκίες των επενδυτών, γεγονός που μπορεί να επηρεάσει την αξία της εταιρείας και τη στρατηγική της πορεία.