Ο όρος Placement αναφέρεται στη διαδικασία διάθεσης νέων χρηματοοικονομικών προϊόντων, όπως μετοχές ή ομόλογα, σε επενδυτές. Η διαδικασία αυτή πραγματοποιείται συχνά στο πλαίσιο μιας αρχικής δημόσιας προσφοράς (IPO) ή μιας ιδιωτικής τοποθέτησης. Στην αρχική δημόσια προσφορά, οι μετοχές μιας εταιρείας γίνονται διαθέσιμες για πρώτη φορά στο κοινό μέσω του χρηματιστηρίου. Στην ιδιωτική τοποθέτηση, οι μετοχές ή τα ομόλογα πωλούνται σε επιλεγμένους θεσμικούς ή εξειδικευμένους επενδυτές, παρακάμπτοντας τη δημόσια αγορά. Οι διαδικασίες αυτές είναι καθοριστικής σημασίας για την άντληση κεφαλαίων από τις επιχειρήσεις, αλλά και για την εξέλιξη της χρηματοοικονομικής τους στρατηγικής.
Υπάρχουν δύο κύριοι τύποι placement: το δημόσιο (public placement) και το ιδιωτικό (private placement). Στην περίπτωση του δημόσιου placement, οι επενδυτές έχουν άμεση πρόσβαση στις μετοχές μέσω της αγοράς, συνήθως μέσω μιας διαδικασίας όπως η αρχική δημόσια προσφορά. Αυτό απαιτεί την τήρηση αυστηρών ρυθμιστικών κανόνων και διαφάνειας, καθώς η εταιρεία πρέπει να δημοσιοποιήσει πλήρη οικονομικά στοιχεία και να πληροί τις προϋποθέσεις του εκάστοτε χρηματιστηρίου. Αντίθετα, στην ιδιωτική τοποθέτηση, τα κεφάλαια αντλούνται από έναν μικρό κύκλο θεσμικών ή πιστοποιημένων επενδυτών, με λιγότερες ρυθμιστικές απαιτήσεις, γεγονός που κάνει τη διαδικασία πιο ευέλικτη και γρήγορη.
Η επιλογή μεταξύ δημόσιας και ιδιωτικής τοποθέτησης εξαρτάται από τις ανάγκες της εταιρείας και τη στρατηγική της για την άντληση κεφαλαίων. Για παράδειγμα, οι νεοφυείς επιχειρήσεις που αναζητούν ταχύτερη χρηματοδότηση με λιγότερους κανονισμούς συχνά επιλέγουν την ιδιωτική τοποθέτηση. Από την άλλη πλευρά, οι πιο ώριμες εταιρείες που θέλουν να αντλήσουν σημαντικά κεφάλαια και να επεκτείνουν τη βάση των μετόχων τους προτιμούν τη δημόσια τοποθέτηση μέσω IPO. Το placement, ανεξάρτητα από τη μορφή του, αποτελεί κρίσιμο εργαλείο για την ανάπτυξη των επιχειρήσεων, καθώς και για τη διαμόρφωση των κεφαλαιαγορών.