Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο (ή Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης – ΔΕΕ) είναι το ανώτατο δικαστικό όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), το οποίο διασφαλίζει την ορθή εφαρμογή και ερμηνεία του δικαίου της ΕΕ από τα κράτη-μέλη και τους θεσμούς της Ένωσης. Αποτελείται από δύο βασικά τμήματα: το Δικαστήριο και το Γενικό Δικαστήριο. Η έδρα του είναι στο Λουξεμβούργο και λειτουργεί από το 1952.
Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει αρμοδιότητες να εκδικάζει υποθέσεις που αφορούν την παραβίαση της ευρωπαϊκής νομοθεσίας, είτε από κράτη-μέλη είτε από θεσμικά όργανα της ΕΕ. Οι αποφάσεις του είναι δεσμευτικές και έχουν άμεση ισχύ σε όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ. Μια από τις πιο σημαντικές λειτουργίες του είναι να εκδίδει προδικαστικές αποφάσεις, δηλαδή να απαντά σε ερωτήματα των εθνικών δικαστηρίων σχετικά με την ερμηνεία ή την εγκυρότητα του ενωσιακού δικαίου. Έτσι, το ΔΕΕ διασφαλίζει την ομοιογένεια στην ερμηνεία της ευρωπαϊκής νομοθεσίας σε όλη την Ένωση.
Ένα άλλο σημαντικό καθήκον του ΔΕΕ είναι η επίλυση διαφορών μεταξύ των κρατών-μελών και των θεσμικών οργάνων της ΕΕ. Επιπλέον, ελέγχει τη νομιμότητα των πράξεων των ευρωπαϊκών θεσμών, διασφαλίζοντας ότι αυτές δεν υπερβαίνουν τις αρμοδιότητές τους. Στο πλαίσιο αυτό, άτομα, εταιρείες και οργανισμοί μπορούν να προσφύγουν στο Δικαστήριο για να αμφισβητήσουν νομικά τις πράξεις αυτές, κάτι που δίνει τη δυνατότητα ελέγχου της νομιμότητας της δράσης της ΕΕ.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, επομένως, παίζει κρίσιμο ρόλο στην ενίσχυση του κράτους δικαίου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι αποφάσεις του όχι μόνο διαμορφώνουν την εσωτερική αγορά και την πολιτική της ΕΕ, αλλά επηρεάζουν άμεσα τις ζωές των πολιτών και τη λειτουργία των επιχειρήσεων σε όλη την Ευρώπη, διασφαλίζοντας την ισότιμη και δίκαιη εφαρμογή της ευρωπαϊκής νομοθεσίας.