Η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών (BIS), ή στα αγγλικά Bank for International Settlements, είναι ένας διεθνής οργανισμός που ιδρύθηκε το 1930 με έδρα τη Βασιλεία της Ελβετίας. Ο κύριος στόχος της είναι η προώθηση της νομισματικής και χρηματοπιστωτικής σταθερότητας παγκοσμίως μέσω της συνεργασίας μεταξύ κεντρικών τραπεζών και άλλων φορέων. Η BIS λειτουργεί ως ένας κόμβος για την ανταλλαγή πληροφοριών, την ανάλυση και τη χάραξη πολιτικών που αποσκοπούν στη διασφάλιση της σταθερότητας του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Η BIS διαδραματίζει κεντρικό ρόλο στην υποστήριξη των κεντρικών τραπεζών, παρέχοντας υπηρεσίες όπως τη διευκόλυνση διεθνών διακανονισμών, τη διαχείριση συναλλαγματικών αποθεμάτων και τη διεξαγωγή ερευνών σε θέματα νομισματικής πολιτικής. Επιπλέον, φιλοξενεί και συντονίζει σημαντικές επιτροπές, όπως η Επιτροπή της Βασιλείας για την Τραπεζική Εποπτεία (Basel Committee on Banking Supervision), η οποία είναι υπεύθυνη για τη δημιουργία διεθνών προτύπων για τη ρύθμιση των τραπεζών, γνωστά ως Βασιλεία I, II, III και IV.
Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της BIS είναι η λειτουργία της ως «τράπεζα των κεντρικών τραπεζών». Μέσω αυτής της ιδιότητας, η BIS υποστηρίζει τις κεντρικές τράπεζες στις συναλλαγές τους, προσφέροντάς τους ένα ασφαλές περιβάλλον για τη διαχείριση των αποθεματικών τους και τη διευθέτηση διασυνοριακών πληρωμών. Επιπλέον, συμβάλλει στη βελτίωση της διαφάνειας και της ανθεκτικότητας του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος, ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσεων, ενεργώντας ως συντονιστής και διευκολυντής της διεθνούς συνεργασίας.
Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, η σημασία της BIS έχει ενισχυθεί, καθώς η διασύνδεση των οικονομιών και των χρηματοπιστωτικών αγορών δημιουργεί νέες προκλήσεις. Η BIS παρέχει στρατηγικές αναλύσεις και κατευθυντήριες γραμμές για κρίσιμα ζητήματα, όπως η μακροπροληπτική εποπτεία, η διαχείριση κινδύνων και η ρύθμιση των ψηφιακών νομισμάτων, καθιστώντας την έναν αναντικατάστατο θεσμό στη διεθνή χρηματοπιστωτική αρχιτεκτονική.