Η αύξηση μετοχικού κεφαλαίου (ΑΜΚ) είναι μία διαδικασία που χρησιμοποιούν οι εταιρείες για να αντλήσουν κεφάλαια από τους υφιστάμενους μετόχους ή νέους επενδυτές. Αυτή η διαδικασία περιλαμβάνει την έκδοση νέων μετοχών, οι οποίες προσφέρονται προς πώληση είτε στους υφιστάμενους μετόχους είτε στο ευρύτερο επενδυτικό κοινό, προκειμένου να συγκεντρωθούν τα απαραίτητα κεφάλαια για την χρηματοδότηση επενδύσεων, την αποπληρωμή χρεών ή τη βελτίωση της χρηματοοικονομικής δομής της εταιρείας.
Υπάρχουν δύο βασικοί τρόποι με τους οποίους μπορεί να πραγματοποιηθεί μια αύξηση μετοχικού κεφαλαίου: η αύξηση με δικαίωμα προτίμησης και η αύξηση χωρίς δικαίωμα προτίμησης.
Οι λόγοι που μια εταιρεία αποφασίζει να προχωρήσει σε αύξηση μετοχικού κεφαλαίου ποικίλουν. Συνήθως, οι εταιρείες προχωρούν σε αυτήν την κίνηση όταν χρειάζονται νέα κεφάλαια για να χρηματοδοτήσουν την ανάπτυξή τους, όπως για την αγορά νέων περιουσιακών στοιχείων, την επέκταση σε νέες αγορές ή τη βελτίωση των υποδομών τους. Επίσης, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την αποπληρωμή χρεών ή για τη βελτίωση των ισολογισμών, ειδικά σε περιόδους χρηματοοικονομικής πίεσης.
Ωστόσο, η αύξηση μετοχικού κεφαλαίου έχει και ορισμένες επιπτώσεις στους μετόχους. Αν οι υφιστάμενοι μέτοχοι δεν ασκήσουν το δικαίωμα προτίμησης και δεν συμμετάσχουν στην αγορά των νέων μετοχών, το ποσοστό συμμετοχής τους στην εταιρεία θα μειωθεί, λόγω της διάχυσης των μετοχών. Αυτό ονομάζεται διάλυση της συμμετοχής (dilution), και αποτελεί ένα από τα βασικά σημεία που πρέπει να λάβουν υπόψη οι επενδυτές.
Η αύξηση μετοχικού κεφαλαίου αποτελεί μια κρίσιμη χρηματοοικονομική απόφαση για τις εταιρείες και μπορεί να έχει σημαντικές επιπτώσεις στη μελλοντική πορεία τους.