Ο ΕΝΦΙΑ (Ενιαίος Φόρος Ιδιοκτησίας Ακινήτων) είναι ένας ετήσιος φόρος που επιβάλλεται στην ακίνητη περιουσία φυσικών και νομικών προσώπων στην Ελλάδα. Εισήχθη το 2014 ως μέρος της δημοσιονομικής στρατηγικής της χώρας για την αύξηση των δημόσιων εσόδων, στο πλαίσιο της οικονομικής κρίσης και των μέτρων λιτότητας. Ο ΕΝΦΙΑ αντικατέστησε προηγούμενους φόρους που αφορούσαν την ακίνητη περιουσία, όπως το «Έκτακτο Ειδικό Τέλος Ακινήτων» (ΕΕΤΑ), και αποτέλεσε έναν πιο μόνιμο μηχανισμό φορολόγησης.
Ο ΕΝΦΙΑ υπολογίζεται με βάση την αντικειμενική αξία των ακινήτων, δηλαδή την αξία που προσδιορίζει το κράτος ως τη δίκαιη εμπορική τιμή τους, σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες, όπως η τοποθεσία, η παλαιότητα, η χρήση και τα τετραγωνικά μέτρα. Ο φόρος χωρίζεται σε δύο βασικά σκέλη: τον κύριο φόρο, ο οποίος υπολογίζεται ξεχωριστά για κάθε ακίνητο, και τον συμπληρωματικό φόρο, ο οποίος επιβάλλεται σε περιουσίες με συνολική αξία άνω ενός συγκεκριμένου ορίου. Για τις επιχειρήσεις, λαμβάνονται υπόψη πρόσθετοι παράγοντες, όπως η χρήση του ακινήτου για εμπορικούς σκοπούς.
Η επιβολή του ΕΝΦΙΑ έχει προκαλέσει έντονες συζητήσεις και αντιδράσεις στην ελληνική κοινωνία. Από τη μία πλευρά, θεωρείται αναγκαίος για τη σταθερότητα των δημόσιων οικονομικών και τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις των διεθνών δανειστών. Από την άλλη πλευρά, πολλοί επικρίνουν τον φόρο ως άδικο, δεδομένου ότι επιβαρύνει σημαντικά τους ιδιοκτήτες ακινήτων, ακόμα και αυτούς με χαμηλά εισοδήματα.
Το εντελώς παράλογο είναι πως ένα ακίνητο, ακόμα κι αν είναι ανοίκιαστο, ο ιδιοκτήτης καλείται να πληρώσει τον ΕΝΦΙΑ
Επιπλέον, ο ΕΝΦΙΑ συχνά συνδέεται με τη χαμηλή ρευστότητα που αντιμετωπίζουν νοικοκυριά και επιχειρήσεις, ειδικά σε περιοχές με υψηλές αντικειμενικές αξίες.
Παρά τις αντιδράσεις, ο ΕΝΦΙΑ παραμένει ένα βασικό εργαλείο για τη φορολογική πολιτική της Ελλάδας, συμβάλλοντας σημαντικά στα δημόσια έσοδα. Κατά καιρούς, έχουν γίνει προσαρμογές στις αντικειμενικές αξίες και στους συντελεστές του φόρου, με στόχο τη μεγαλύτερη φορολογική δικαιοσύνη. Ωστόσο, η συζήτηση για την αναμόρφωση ή την αντικατάστασή του παραμένει ζωντανή, αντανακλώντας τη συνεχή αναζήτηση ισορροπίας μεταξύ της δημοσιονομικής ανάγκης και της κοινωνικής αποδοχής.