Η Ένωση Σούπερ Μάρκετ Ελλάδας (ΕΣΕ) πραγματοποίησε ενημερωτική εκδήλωση, αναδεικνύοντας την ανάγκη για άμεσες παρεμβάσεις στον κλάδο του οργανωμένου λιανεμπορίου. Οι οικονομικές συνθήκες που διαμορφώνονται για τις αλυσίδες σούπερ μάρκετ είναι εξαιρετικά δύσκολες, όπως καταγράφηκε κατά τη διάρκεια των συζητήσεων.
Μειούμενα περιθώρια κέρδους και αυξημένο κόστος λειτουργίας
Σύμφωνα με τον γενικό διευθυντή της ΕΣΕ, κ. Απόστολο Πεταλά, η κερδοφορία των επιχειρήσεων είναι σε καθοδική πορεία. Το αυξανόμενο λειτουργικό κόστος λόγω δαπανών για ενέργεια, απασχόληση και logistics επιβαρύνει σημαντικά τις επιχειρήσεις. Παράλληλα, η ρευστότητα του κλάδου παραμένει περιορισμένη, ενώ η εξάρτηση από δανεισμό αυξάνεται.
Ο κ. Πεταλάς υπογράμμισε ότι η ΕΣΕ, παρά τη μικρή διάρκεια της λειτουργίας της, είναι προσηλωμένη στη στήριξη των επιχειρήσεων. Στόχος για το 2025 είναι η δημιουργία ενός σταθερού και αποδοτικού περιβάλλοντος, που θα επιτρέψει στις επιχειρήσεις να ανταπεξέλθουν στις προκλήσεις.
Περαιτέρω συγκέντρωση και χαμηλή κερδοφορία στον κλάδο
Ο πρόεδρος της ΕΣΕ, κ. Αριστοτέλης Παντελιάδης, προέβλεψε έναν νέο κύκλο συγκεντρώσεων στον κλάδο, εξαιτίας των οριακών περιθωρίων κέρδους και των αυξανόμενων λειτουργικών δαπανών. Χαρακτηριστικά, η καθαρή κερδοφορία για το 2023 εκτιμάται στο 1,8%, μία από τις χαμηλότερες σε σύγκριση με τις δυτικές χώρες.
Επιπλέον, ο κ. Γιάννης Μασούτης, αντιπρόεδρος της ΕΣΕ, τόνισε ότι τα περιθώρια κέρδους κυμαίνονται μόλις στο 1%-1,5%. Όπως ανέφερε, αυτό είναι εξαιρετικά χαμηλό σε σχέση με άλλους τομείς, όπως οι τράπεζες, η ενέργεια και οι μεταφορές.
Ο κ. Παντελιάδης υπογράμμισε ότι τα μέτρα κατά της ακρίβειας που εφαρμόστηκαν δεν έχουν πλέον τα επιθυμητά αποτελέσματα. Αν και ο πληθωρισμός στα σούπερ μάρκετ έχει μειωθεί ή μηδενιστεί, οι τιμές παραμένουν σε υψηλότερα επίπεδα σε σύγκριση με το παρελθόν. Σύμφωνα με τον ίδιο, αντίδοτο στην ακρίβεια είναι η αύξηση των εισοδημάτων, η οποία πρέπει να συνοδεύεται από ενίσχυση της παραγωγικότητας για να διατηρηθεί η ισορροπία.
Η εκτίμηση για τον πληθωρισμό στο κλείσιμο του 2023 κυμαίνεται στο 0,1%-0,2%. Αν και προς το παρόν δεν προβλέπονται σημαντικές ανατιμήσεις, οι επιχειρήσεις παραμένουν επιφυλακτικές για το μέλλον, δεδομένων των εξωγενών παραγόντων κόστους και της ανάγκης για συνεχιζόμενη προσαρμογή στις οικονομικές συνθήκες.