Τα ελληνικά ομόλογα ως επενδυτικό καταφύγιο για διεθνείς επενδυτές

Η Ελλάδα μειώνει το κόστος δανεισμού της, με τα ομόλογά της να προτιμούνται από διεθνείς επενδυτές έναντι Ιταλίας και Γαλλίας.
Τα ελληνικά ομόλογα κερδίζουν επενδυτικό ενδιαφέρον

Η πρόσφατη εικόνα των ελληνικών ομολόγων αποτελεί σημαντική αντιστροφή σε σχέση με την προηγούμενη δεκαετία, όπου τα ελληνικά ομόλογα χαρακτηρίζονταν από υψηλά επιτόκια και αρνητικό επενδυτικό κλίμα. Σήμερα, ωστόσο, οι ελληνικοί τίτλοι λειτουργούν ως ασφαλές επενδυτικό καταφύγιο για τους επενδυτές, εν μέσω αβεβαιότητας στις διεθνείς αγορές που προκαλούν οι ανησυχίες για την πορεία της ευρωπαϊκής οικονομίας και οι γεωπολιτικές εντάσεις σε Ουκρανία και Μέση Ανατολή.

Κόστος δανεισμού: Η Ελλάδα δανείζεται φθηνότερα από την Ιταλία και τη Γαλλία

Η χώρα καταφέρνει πλέον να δανείζεται με χαμηλότερα επιτόκια από μεγάλες ευρωπαϊκές οικονομίες, όπως η Ιταλία και η Γαλλία, με το spread της απόδοσης σε σύγκριση με τη Γερμανία να έχει μειωθεί αισθητά. Επιπλέον, οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων είναι πιο ευνοϊκές ακόμα και σε σχέση με το Ηνωμένο Βασίλειο.

Συγκεκριμένα, στις αποδόσεις των πενταετών ομολόγων, οι ελληνικοί τίτλοι βρίσκονται στο 2,4%, χαμηλότερα από το 2,5% της Γαλλίας και το 2,8% της Ιταλίας, ενώ κυμαίνονται στο ίδιο επίπεδο με τα ισπανικά ομόλογα. Το αντίστοιχο βρετανικό ομόλογο πενταετούς διάρκειας έχει απόδοση άνω του 4%, καταδεικνύοντας την ισχυρή θέση της Ελλάδας στις αγορές.

Δεκαετή ομόλογα: Σημαντική ανταγωνιστικότητα

Οι αποδόσεις στα δεκαετή ομόλογα της Ελλάδας είναι επίσης ανταγωνιστικές, κυμαινόμενες στο 3,1%, όταν τα ιταλικά φτάνουν στο 3,4% και τα γαλλικά στο 2,9%. Αξιοσημείωτο είναι ότι η απόδοση του γερμανικού δεκαετούς ομολόγου φτάνει το 2,2%, ενώ η Μ. Βρετανία δανείζεται με επιτόκιο 4,2%.

Αυτή η ευνοϊκή εξέλιξη αποτελεί ριζική μεταβολή από την εικόνα που υπήρχε την προηγούμενη δεκαετία. Τα νέα δεδομένα που διαμορφώθηκαν στην ευρωπαϊκή οικονομία ενισχύουν την Ελλάδα, καθώς μεγάλες οικονομίες όπως η Γερμανία και η Γαλλία αντιμετωπίζουν πιέσεις στασιμότητας ή ακόμα και ύφεσης. Από την άλλη πλευρά, η Ελλάδα καταγράφει σταθερούς αναπτυξιακούς ρυθμούς, υποστηριζόμενη από ισχυρά δημόσια οικονομικά και υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα. Η μείωση του δημόσιου χρέους αναμένεται να φτάσει το 30% του ΑΕΠ έως το 2027, ενισχύοντας περαιτέρω το επενδυτικό κλίμα.

Οι αναλύσεις από τους οίκους αξιολόγησης επιβεβαιώνουν αυτή τη δυναμική, παρόλο που σημειώνουν γεωπολιτικές και οικονομικές προκλήσεις, όπως το ισοζύγιο πληρωμών και τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους αποδεικνύεται κρίσιμο πλεονέκτημα, με τα δύο τρίτα του να βρίσκονται στον επίσημο τομέα και να είναι “κλειδωμένα” σε σταθερά χαμηλά επιτόκια. Επιπλέον, η Ελλάδα περιορίζει τις εκδόσεις νέου χρέους κάτω από τα 10 δισ. ευρώ ετησίως, με τη βοήθεια των υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων και των ρεκόρ ταμειακών διαθεσίμων του Δημοσίου στα 44 δισ. ευρώ.

Στρατηγική πολιτικής χρέους

Η διαχείριση του ελληνικού χρέους έχει μπει σε νέα βάση, με τις ελληνικές αρχές να επιδιώκουν την επιμήκυνση της διάρκειας αποπληρωμής του χρέους μέσω εκδόσεων με μεγαλύτερη λήξη και περιορισμό των εκδόσεων εντόκων γραμματίων. Ιδιαίτερα, η κυβέρνηση εφαρμόζει πολιτική πρόωρης αποπληρωμής, ακόμα και μετά την πρόσφατη αναθεώρηση του χρέους από την Eurostat, διατηρώντας το υπόλοιπο του χρέους σταθερό στο 163,9% του ΑΕΠ.