Η γερμανική οικονομία βρίσκεται αντιμέτωπη με σοβαρές προκλήσεις, καθώς προβλέπεται να κλείσει το 2024 με συρρίκνωση για δεύτερη συνεχή χρονιά. Σύμφωνα με τον υπουργό Οικονομίας Ρόμπερτ Χάμπεκ, η οικονομία θα συρρικνωθεί κατά 0,2% το 2024, ενώ οι προηγούμενες εκτιμήσεις έκαναν λόγο για ανάπτυξη 0,3%. Η εξέλιξη αυτή καθιστά τη Γερμανία τη μόνη οικονομία της G7 που θα παραμείνει σε ύφεση το 2024, μετά από την πτώση 0,3% του 2023.
Η ύφεση αποκαλύπτει τις παρατεταμένες διαρθρωτικές αδυναμίες της γερμανικής οικονομίας, όπως η εξάρτηση από τον μεταποιητικό τομέα και η έντονη πίεση από τον διεθνή ανταγωνισμό, κυρίως από την Κίνα. Αυτές οι προκλήσεις απαιτούν άμεση αντιμετώπιση, καθώς η γερμανική βιομηχανία παραμένει εκτεθειμένη σε μακροχρόνιες αλλαγές.
Ανάκαμψη το 2025;
Παρά τις δυσοίωνες βραχυπρόθεσμες προοπτικές, η γερμανική κυβέρνηση εκτιμά ότι η οικονομία θα επιστρέψει στην ανάπτυξη το 2025, με ρυθμό 1,1%, ελαφρώς βελτιωμένο από την προηγούμενη πρόβλεψη του 1,0%. Μέχρι το 2026, η ανάπτυξη μπορεί να φθάσει το 1,6%, κυρίως λόγω της ανάκαμψης της ιδιωτικής κατανάλωσης και της σταθεροποίησης του πληθωρισμού. Η επιτυχία αυτών των προβλέψεων εξαρτάται από την υλοποίηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και τη σταθεροποίηση των διεθνών οικονομικών συνθηκών.
Ο πληθωρισμός στη Γερμανία προβλέπεται να μειωθεί στο 2,2% το 2024, από 5,9% το προηγούμενο έτος, με περαιτέρω μείωση στο 1,9% έως το 2026. Αυτές οι βελτιώσεις, σε συνδυασμό με αυξήσεις μισθών και φορολογικές ελαφρύνσεις, ενδέχεται να ενισχύσουν την ιδιωτική κατανάλωση, οδηγώντας σε μέτρια ανάπτυξη το 2025.
Εξαγορές και στρατηγικές κινήσεις στον επιχειρηματικό τομέα
Αντιμέτωπες με τις οικονομικές δυσκολίες, πολλές γερμανικές εταιρείες προχωρούν σε εξαγορές ή πωλήσεις με στόχο τη χρηματοδοτική ανακούφιση. Η Deutsche Bahn (ο αντίστοιχος ΟΣΕ της Γερμανίας) πώλησε πρόσφατα τη θυγατρική της Schenker στη δανέζικη εταιρεία DSV για περίπου 14 δισ. ευρώ, με στόχο να βελτιώσει την οικονομική της κατάσταση.
Παράλληλα, η Commerzbank βρίσκεται στο στόχαστρο για εξαγορά, καθώς η UniCredit αύξησε το μερίδιό της στο 21%, ενισχύοντας τις φήμες για πιθανή εχθρική εξαγορά. Η πρόεδρος της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, στηρίζει τις διασυνοριακές συγχωνεύσεις, θεωρώντας ότι είναι απαραίτητες για την ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών τραπεζών.
Επιπλέον, ορισμένες εταιρείες, όπως η BASF, στρέφονται στο εξωτερικό για ανάπτυξη, κατασκευάζοντας νέα εργοστάσια, ενώ εταιρείες όπως η Techem πωλούνται σε ξένες επιχειρήσεις, αντανακλώντας την τάση των ξένων εξαγορών στη γερμανική αγορά.