Η επικείμενη αναβάθμιση του ελληνικού χρηματιστηρίου από τις αναδυόμενες στις ανεπτυγμένες αγορές ενδέχεται να μην αποδειχθεί ευεργετική, σύμφωνα με νέα έκθεση της JP Morgan. Αντί για αύξηση του επενδυτικού ενδιαφέροντος, ο αμερικανικός οίκος προειδοποιεί ότι αυτή η εξέλιξη θα περιορίσει τη διεθνή ορατότητα και το βάρος της ελληνικής αγοράς στις στρατηγικές των επενδυτών.
Περιορισμένη συμμετοχή στους διεθνείς δείκτες
Σήμερα, η Ελλάδα έχει μερίδιο περίπου 4% στον δείκτη MSCI EMEA EM και 0,60% στον MSCI EM. Ωστόσο, με την αναβάθμιση, αναμένεται να υποβαθμιστεί στο 0,40% του MSCI Europe και μόλις 0,07% του MSCI World. Αυτό σημαίνει πως θα καταστεί λιγότερο ελκυστική για τα παθητικά κεφάλαια και θα συγκεντρώσει περιορισμένη αναλυτική κάλυψη.
Αλλαγή επενδυτικού κοινού
Η ελληνική χρηματιστηριακή αγορά, η οποία σήμερα βρίσκεται στα ραντάρ των επενδυτών από τις αναδυόμενες αγορές, στο μέλλον θα απευθύνεται σε funds των ανεπτυγμένων οικονομιών που εστιάζουν κυρίως σε μεγαλύτερες και κλαδικά στοχευμένες επιχειρήσεις.
Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα να βρεθούν οι ελληνικές μετοχές στο περιθώριο. Οι εισηγμένες ελληνικές εταιρείες δεν διαθέτουν το απαιτούμενο μέγεθος για να συγκριθούν με τις αντίστοιχες της Ευρώπης.
Μικρό το μέγεθος των ελληνικών blue chips
Η Εθνική Τράπεζα δεν πληροί τις προϋποθέσεις για να ενταχθεί στο top50 των ευρωπαϊκών τραπεζών, η ΔΕΗ απουσιάζει από το top25 των εταιρειών κοινής ωφέλειας και η Metlen δεν συγκαταλέγεται στις 75 κορυφαίες βιομηχανίες της Ευρώπης.
Η αναβάθμιση θα θεωρηθεί σημάδι προόδου για την Ελλάδα, αλλά θα φέρει υποβάθμιση της σχετικής σημασίας και της επενδυτικής προσοχής της ελληνικής χρηματιστηριακής αγοράς
Η JP Morgan εκτιμά ότι η πιθανότερη χρονική στιγμή για την αναβάθμιση είναι ο Ιούνιος ή Νοέμβριος του 2027, με ένα εναλλακτικό σενάριο να τοποθετεί τη μετάβαση ακόμη και τον Νοέμβριο του 2026.